- ζόφος
- ζόφοςnether darknessmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… … Dictionary of Greek
ζοφός — (I) ή, ό [ζόφος] ζοφερός, σκοτεινός. (II) ή, ό ζούφιος … Dictionary of Greek
ζόφος — ο 1. σκοτάδι. 2. μελαγχολία: Ζόφος ψυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζόφοι — ζόφος nether darkness masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφοις — ζόφος nether darkness masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφον — ζόφος nether darkness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφου — ζόφος nether darkness masc gen sg ζοφόω darken pres imperat act 2nd sg ζοφόω darken imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφους — ζόφος nether darkness masc acc pl ζοφόω darken imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφῳ — ζόφος nether darkness masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… … Dictionary of Greek